- νυχτικός
- η и ιά, ο ночной
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νυχτικός — ή, ό 1. αυτός που χρησιμοποιείται τη νύχτα: Νυχτικός σκούφος. 2. ως ουσ., νυχτικό, το και νυχτικιά, η και νυχτικά, τα ενδυμασία της νύχτας, ρούχα που φορούμε στον ύπνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νυχτικός — και νυκτικός ή, ό, θηλ. και ιά (Μ νυκτικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νύχτα ή συμβαίνει ή χρησιμοποιείται κατά τη νύχτα νεοελλ. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) η νυχτικιά, το νυχτικό ένδυμα, μακρύ συνήθως, που φοριέται τη νύχτα κατά… … Dictionary of Greek
νυκτικός — ή, ό, θηλ. και ιά (Μ νυκτικός, ή, όν) βλ. νυχτικός … Dictionary of Greek
νυχτικιά — η βλ. νυχτικός … Dictionary of Greek
νύχτα — και νύκτα, η (ΑΜ νύξ, κτός, Μ και νύκτα) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση μέχρι την ανατολή τού Ηλίου, σε αντιδιαστολή προς την ημέρα (α. «μαύρη είν η νύχτα στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ σκότος... νύκτα», ΠΔ) 2. ζόφος … Dictionary of Greek